Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο ποντίκια ο Γιζούμ (ποντίκι των θάμνων) και ο Νκίνκι (ποντίκι του σπιτιού) οι οποίοι ήταν πολύ καλοί φίλοι. Μια μέρα ο Γιζούμ κάλεσε τον Νκίνκι στο σπίτι του για να περάσουν μαζί την ημέρα. Ο Νκίνκι δεν είχε ξαναπάει στο σπίτι του φίλου του και ήταν πολύ χαρούμενος. Το σπίτι του Γιζούμ βρισκόταν στους θάμνους, κάτω από ένα βράχο. Μόλις έφτασαν, ο οικοδεσπότης τον ξενάγησε στο σπίτι του και ύστερα αποφάσισαν να φάνε κάτι. Ο Γιζούμ προσέφερε τα καλύτερα τρόφιμα που είχε: φασόλια, καρπούς από τα δέντρα, φιστίκια, ρίζες και άλλες νοστιμιές των ποντικών των θάμνων.
Ας φάμε είπε ο Γιζούμ και ο Νκίνκι απρόθυμα συμφώνησε, διότι δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένος απ’ όλα αυτά που ο φίλος του, του παρείχε. Ωστόσο δεν ήθελε να τον προσβάλει, οπότε και έφαγε το φαγητό (αν και με μεγάλη δυσκολία). Όταν τελείωσαν το γεύμα, ο Νκίνκι ένιωσε ότι κάτι τον βάραινε μέσα του και ήθελε να το βγάλει, κι έτσι είπε: « Γιζούμ, φαίνεται ότι ζεις πολύ σκληρή ζωή εδώ στον θάμνο. Δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι πρέπει να τρέφεσαι με σπόρους και αυτό το κοινό φαγητό για όλη σου την ζωή. Αν έπρεπε να ζήσω σαν κι εσένα θα ήμουν πολύ δυστυχισμένος και θα προτιμούσα να μην είχα γεννηθεί», και συνέχισε για λίγο να κριτικάρει τον τρόπο ζωής του Γιζούμ.
Έφτασε η ώρα να γυρίσει ο Νκίνκι σπίτι του. Έτσι ο Γιζούμ αποφάσισε να πάει μαζί με τον φίλο του για να δει αν η ζωή του ήταν τόσο καλύτερη όσο έλεγε. Του είπε : «Νκίνκι, θα ήθελα να έρθω μαζί σου για να δω το σπίτι σου» και ο Νκίνκι του απάντησε : « Είσαι ευπρόσδεκτος να έρθεις».
Ξεκίνησαν για το χωριό που έμενε ο Νκίνκι. Περπάτησαν αρκετά συζητώντας σε όλο το δρόμο και έφτασαν στο σπίτι του αρκετά κουρασμένοι και πεινασμένοι. Αμέσως ο Γιζούμ παρατήρησε το πολύ καλό φαγητό πεταμένο έξω στο χώμα που μύριζε ωραία και φαινόταν υπέροχο. Άρχισε να σκέφτεται ότι ο Νκίνκι είχε δίκιο! Υπήρχε χυλός, κρέας, υπέροχο καλαμπόκι και καρποί τα οποία φαίνονταν πως οι άνθρωποι μόλις τα είχαν πετάξει.
Ήταν τόσο πεινασμένοι που ξεκίνησαν να τρώνε ευθύς αμέσως. Το φαγητό ήταν υπέροχο και ο Γιζούμ σκέφτηκε: « Αν μπορούσα να βρω ένα μέρος σαν κι αυτό να μείνω, η ζωή μου θα γινόταν πιο γλυκιά». Τους φάνηκε σαν να έτρωγαν ώρες και σύντομα χόρτασαν. Ο Γιζούμ ετοιμαζόταν να χαλαρώσει και να ξαπλώσει, αλλά ξαφνικά άκουσε έναν ξαφνικό και περίεργο ήχο πίσω του. «Μια γάτα» φώναξε ο Νκίνκι και πριν προλάβει ο Γιζούμ να κοιτάξει γύρω του, η γάτα ήταν επάνω τους. «Τρέξε!» φώναξε ο Νκίνκι και ο Γιζούμ άρχισε να τρέχει.
Ο Γιζούμ δεν είχε ξαναφοβηθεί τόσο πολύ στην ζωή του και έτρεχε με όλη του την δύναμή. Η γάτα τους πλησίαζε αλλά μόλις είχαν αρχίσει και οι δυο φίλοι να κουράζονται, εντόπισαν μία τρύπα στον τοίχο ενός σπιτιού και όρμησαν μέσα.
Όταν επιτέλους ξελαχάνιασαν ο Γιζούμ είπε: « Νκίνκι φίλε μου, το φαγητό εδώ είναι πράγματι καλύτερο από αυτό που τρώω. Αν όμως η ζωή σου είναι έτσι όπως σήμερα και περνάς όλα αυτά για να φας καλά, τότε προτιμώ να
τρώω τους σπόρους και τους καρπούς μου και να έχω το κεφάλι μου ήσυχο». Έτσι έφυγε ο Γιζούμ για το σπίτι του στον θάμνο και ο Νκίνκι από εκείνη την ημέρα δεν ξανά κριτίκαρε ποτέ τον τρόπο ζωής του φίλου του.
Πηγή: sigxronopaidagogeio.blogspot.gr