Κάποτες, ζούσαν έξι σοφοί γείτονες σ’ ένα χωριό κι αυτοί οι έξι σοφοί γείτονες τα ήξεραν όλα, τα καταλάβαιναν όλα και τα είχαν δει όλα εξόν από κάτι: τη θάλασσα. Μια μέρα, είπαν, λοιπόν, να πάνε να τη δουν. Κίνησαν πρωί
πρωί και περπάτει περπάτει έφτασαν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι, όπου σ’ αυτό το λιβάδι ήταν σπαρμένο λινάρι κι αυτό το λινάρι ήταν ανθισμένο.
Σαν οι έξι σοφοί είδαν τούτο το μεγάλο γαλάζιο κάμπο, που κυμάτιζε μπροστά τους, φώναξαν χαρούμενοι:
- Η θάλασσα! Η θάλασσα!
Έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στο λινάρι, για να κολυμπήσουν. Και σαν πέρασε λίγη ώρα, έφτασαν κοντά σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
- Θεέ μου, τι βαθύ που είναι! είπε ο ένας από τους σοφούς.
- Ας ευχηθούμε να μην πέσει κανένας μας μέσα, είπε ένας άλλος.
- Κι αν έχει πέσει κιόλας; ρώτησε ο τρίτος.
- Ας το δούμε τώρα δα, πρόσθεσε ο τέταρτος. Εγώ θα κάνω το μέτρημα. Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, μέτρησε στα γρήγορα.
Όμως, ξέχασε να μετρήσει και την αφεντιά του.
- Πέντε! Θεέ μου, λείπει ένας.
- Περίμενε μια στιγμή, είπε ο πέμπτος. Θα μετρήσω κι εγώ. Και μέτρησε και κείνος, δείχνοντας τους άλλους με το δάχτυλο:
- Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε.
Και ξέχασε κι αυτός να μετρήσει την αφεντιά του.
- Θεέ μου! Ένας μας έπεσε, σίγουρα, στο πηγάδι.
- Να του φωνάξουμε γρήγορα κάτι, είπε ο έκτος κι έσκυψε στα χείλη του πηγαδιού.
- Ε, συ εκεί κάτω, έπεσες μέσα;
- Έπεσες μέσα! αντιλάλησε το πηγάδι.
- Τον ακούσατε; είπε ο έκτος. Πρέπει να τον σώσουμε.
Και στη στιγμή, έβαλαν ένα μεγάλο ραβδί, πέρα για πέρα, στην μπούκα του πηγαδιού. Ο πιο γερός τους κρεμάστηκε στο ραβδί, ο δεύτερος στον πρώτο, ο τρίτος στο δεύτερο, ο τέταρτος στον τρίτο και πάει λέγοντας, όσπου ο τελευταίος άγγιξε τον πάτο. Μα ο πρώτος, που ήταν πιασμένος στο ραβδί, δεν μπορούσε να βαστάξει άλλο το βάρος τους και φώναξε:
-Ε, φίλοι μου εκεί κάτω, μπας και τον βλέπετε κιόλας; Κάντε γρήγορα, γιατί πονάνε τα χέρια μου.
- Δεν καταφέρνω να τον δω, αποκρίθηκε ο τελευταίος, στον πάτο.
- Καλά, κρατηθείτε γερά είπε ο πρώτος, να φτύσω μια στιγμή στη φούχτα μου.
Και λέγοντάς το αυτό, άφησε το ραβδί, για να φτύσει στη φούχτα του. Κι όλοι έπεσαν στον πάτο του πηγαδιού. Και θα μπορούσαν να έχουν πνιγεί όλοι. Μα, για καλή τους τύχη, ο πάτος του πηγαδιού ήταν άβαθος, δεν χτύπησαν και γλίτωσαν, για να μπορέσουν να μας πουν πώς έμαθαν στη θάλασσα να κολυμπούν.
Πηγή: http://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com